- θεράπνη
- θεράπνη, ή (Α)1. υπηρέτρια («λιποῦσ' Ἀσίαν Εὐρώπας θεράπναν», Ευρ.)2. κατοικία, διαμονή («θεράπνας τῆσδε... χθονὸς λιπόντες», Ευρ.)3. (κατά τον Ησύχ.) «θεράπναιαὐλῶνες* σταθμοί»4. (ως κύριο όν., στον εν. και στον πληθ.) ή Θεράπνη, αἱ Θεράπναιπαλαιά πόλη τής Λακωνικής, όπου υπήρχε ναός τών Διοσκούρων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. και συντετμημένος τ. τού θεράπαινα*. Ο τ. απαντά στον πληθ. σε γλώσσα τού Ησυχίου θεράπναιαυλώνες, σταθμοί, καθώς επίσης και ως λακωνικό τοπωνύμιο Θεράπνα].
Dictionary of Greek. 2013.